χειροποίητος

χειροποίητος
χειρο-ποίητος, ον,
A made by hand, artificial, opp. αὐτοφυής (natural),

σκῆπτρον Hdt. 1.195

;

λίμνη 2.149

;

ἔργον Pl.Criti.118c

;

ὁδός X.An.4.3.5

;

τείχη J.BJ4.10.5

;

γήλοφος, τέλμα Jul.Or.2.63b

, 65c: freq. in LXX of idols, Is.2.18, al.; φλὸξ χ. a fire intentionally kindled, opp. ἀπὸ ταὐτομάτου, Th.2.77; so λιμός, opp. αὐτόματος, Procop.Arc.26; ἀνάγκη, τέχνη, Id.Goth.4.26,22. Adv. [suff] χειρό-τως Plb.10.10.12: χ.ὠχύρωτο, opp. φύσει, J.BJ7.8.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειροποίητος — made by hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποίητος — η, ο / χειροποίητος, ον, ΝΜΑ [χειροποιῶ] νεοελλ. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα») μσν. αρχ. κατασκευασμένος από ανθρώπινα… …   Dictionary of Greek

  • χειροποίητος — η, ο ο κατασκευασμένος με τα χέρια: Τα παπούτσια αυτά είναι χειροποίητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειροποιήτως — χειροποίητος made by hand adverbial χειροποίητος made by hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποίητον — χειροποίητος made by hand masc/fem acc sg χειροποίητος made by hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτοις — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτου — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτους — χειροποίητος made by hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτων — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut gen pl χειροποιέω pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) χειροποιέω pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτῳ — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποίητα — χειροποίητος made by hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”